- στριγγλιά
- [стрингльа] ουσ θ пронзительный крик.
Эллино-русский словарь. 2014.
Эллино-русский словарь. 2014.
στριγγλιά — και στριγκλιά, η, Ν [στρίγγλα / στριγγλίζω] 1. κακία στρίγγλας 2. μοχθηρία, δυστροπία 3. οξεία και διαπεραστική φωνή 4. φιλαργυρία … Dictionary of Greek
κέρχνος — (I) κέρχνος, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κένχρος, κεχρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο ΙΕ τ. *gher ghro , με ανομοίωση τού δεύτερου τ σε n (* gher ghno ), ενώ με ανομοίωση τού πρώτου τ σε η (* ghen ghro) προέκυψε πιθ. παράλληλα ο τ. κέγχρος*. Κατ… … Dictionary of Greek
σκληριά — η, Ν [σκληρίζω] γοερή κραυγή, τσύρισμα, στριγγλιά … Dictionary of Greek
στρίγγλισμα — και στρίγκλισμα, το, Ν [στριγγλίζω] στριγγλιά … Dictionary of Greek